- χωρίο
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου.
* * *το / χωρίον, ΝΜΑ [χώρα / χῶρος]μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπήαρχ.1. ιδιαίτερος τόπος, περιοχή («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ χωρίον», Αριστοφ.)2. οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα («Φυλὴν χωρίον καταλαμβάνει ὀχυρόν», Ξεν.)3. κτήμα, κτηματική περιουσία, χωράφι («ἦν τοῡτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον», Λυσ.)4. μικρή πόλη, κωμόπολη5. τόπος εργασίας6. ιατρ. μέρος τού σώματος7. ιστορική περίοδος, εποχή8. μαθημ. η επιφάνεια σχήματος9. στον πληθ. τὰ χωρία- θέματα συζήτησης10. φρ. «τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῡ ἥπατος»ιατρ. η χοληδόχος κύστη (Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.